Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφυώς — ἐκφυῶς (Α) επίρρ. έξοχα … Dictionary of Greek
εκφυής — ἐκφυής, ές (Α) Ι. 1. αυτός που προεξέχει 2. ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος 3. θαυμαστός, υπέροχος, διαπρεπής II. επίρρ. εκφυώς έξοχα, θαυμαστά, υπέροχα … Dictionary of Greek